Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκριζωτής — ο (AM ἐκριζωτής) αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει κάτι νεοελλ. όργανο για την εκρίζωση … Dictionary of Greek
ἐκριζωταί — ἐκριζωτής rooter out masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)